- σύντριμμα
- το, ΝΑ [συντρίβω]νεοελλ.1. το αποτέλεσμα τού συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα»)2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα τού βάζου»)3. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ράκοςαρχ.1. θραύση, θρυμματισμός, κομμάτιασμα2. κάταγμα3. άθροισμα4. λείανση, ξύσιμο5. μτφ. α) συντριβή, όλεθρος, πανωλεθρίαβ) βαριά λύπη, πίκρα.
Dictionary of Greek. 2013.